Εθνικιστικά κινήματα του μεσοπολέμου και Χριστιανισμός

Gott mit uns= ο Θεός μαζί μας




ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΙΑ

Εθνικιστικά κινήματα και Χριστιανισμός στον Μεσοπόλεμο
Η σχέση των εθνικιστικών κινημάτων του Μεσοπολέμου με την Χριστιανική θρησκεία είναι ένα θέμα που με απασχολούσε από καιρό. Εάν εξαιρέσει κανείς κάποιες μελέτες για την κατάσταση και πορεία του Χριστιανισμού υπό το Γ’ Ράιχ, δεν υπάρχουν αξιόλογες εργασίες που να μελετούν τη σχέση ανάμεσα στα ριζοσπαστικά εθνικά κινήματα[1]  του Μεσοπολέμου και τον Χριστιανισμό. Αποφάσισα  λοιπόν να δώσω μία συνοπτική αλλά εμπεριστατωμένη επισκόπηση της ιδιόμορφης και περίπλοκης αυτής σχέσης.

Εισαγωγή

Κατά τον Μεσοπόλεμο εμφανίσθηκαν στην Ευρώπη κινήματα με καθαρά εθνικιστικό προσανατολισμό, που ταυτόχρονα εξέφραζαν το αίτημα για μία επαναστατική αναδιοργάνωση της κοινωνίας. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, η Μπολσεβίκικη Επανάσταση στη Ρωσία το 1917 και η ριζική αλλαγή του Ευρωπαϊκού χάρτη ενίσχυσαν τη δυναμική αυτών των κινημάτων. Το πρώτο κίνημα που ισχυροποιήθηκε και επικράτησε στη χώρα του ήταν ο Φασισμός, το 1922 στην Ιταλία υπό τον Μπενίτο Μουσσολίνι . Έντεκα χρόνια αργότερα , το 1933, το Γερμανικό Εθνικό Σοσιαλιστικό Κόμμα των Γερμανών Εργατών (NSDAP), κέρδισε τις ομοσπονδιακές εκλογές και ο αρχηγός του, Αδόλφος Χίτλερ, ορκίσθηκε καγκελάριος του Ράιχ. Ένα ζήτημα το οποίο κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν οι δύο αυτοί ηγέτες ήταν οι σχέσεις της Εκκλησίας με το νέο κράτος. Ποια στάση έπρεπε να κρατήσει ο Φασισμός και ο Εθνικοσοσιαλισμός, απέναντι στη Χριστιανική πίστη των πολιτών σε δύο χώρες με βαθειά χριστιανική παράδοση; Σχεδόν ταυτόχρονα σε άλλες χώρες της Ευρώπης εμφανίσθηκαν παρόμοια κινήματα τα οποία κράτησαν διαφορετική στάση από το πολιτικό τους πρότυπο, τόσο σε



[1] Ο όρος  χρησιμοποιείται για να κατονομάσει όλα τα εθνικιστικά κινήματα της Ευρώπης, που αναδύθηκαν μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και είχαν τα ακόλουθα κοινά χαρακτηριστικά: Φυλετική/Εθνοτική θεώρηση του Έθνους, Αντικομουνισμός, Αντιφιλελευθερισμός , Αντιαστισμός, Αντισυντηρητισμός, Οργάνωση της κοινωνίας επί μίας ελιτιστικής αρχής, Βιταλισμός και Βολονταρισμός.



επίπεδο ιδεολογίας όσο και πολιτικής πρακτικής. Τα πιο σημαντικά από αυτά, η Ισπανική Φάλαγγα στην Ισπανία και η Λεγεώνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στην Ρουμανία ταυτίστηκαν πλήρως με την παραδοσιακή πίστη των λαών τους και έδωσαν μεταφυσική χροιά στο πολιτικό τους εγχείρημα. Αυτές οι τέσσερις περιπτώσεις θα εξετασθούν αναλυτικά παρακάτω, με σκοπό να εξαχθούν υπεύθυνα συμπεράσματα τα οποία θα μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε καλύτερα το πλαίσιο της αλληλεπίδρασης θρησκείας και πολιτικής στη Μεσοπολεμική Ευρώπη. Για να κατανοηθεί καλύτερα ένα πολυσύνθετο ζήτημα όπως αυτό, θα πρέπει η έρευνα να διακρίνεται από αντικειμενικότητα και να βασίζεται σε τεκμήρια της εποχής , τα οποία μας δίνουν την άποψη των ίδιων των πρωταγωνιστών τους,  έτσι ώστε να καταλάβουμε όσον το δυνατόν καλύτερα τα κίνητρα και τις προσδοκίες πίσω από τις πράξεις.

Καθολική Εκκλησία και Φασισμός

Το Εθνικό Φασιστικό Κόμμα (PNF) ιδρύθηκε το 1921 στις 9 Νοεμβρίου, από τον Μπενίτο Μουσολίνι.  Είχε προηγηθεί η οργάνωση των εθνικιστών, οι οποίοι είχαν συγκεντρωθεί γύρω από τον Μουσολίνι, σε παραστρατιωτικές ομάδες, τα fasci (επίσημη ονομασία Fasci Italiani di Combattimento, δηλαδή Ιταλικοί Σύνδεσμοι Μάχης) με επίσημο έμβλημα την αρχαία ρωμαϊκή fasci, σύμβολο της τάξεως και της ισχύος. Από τα πρώτα του βήματα το Κόμμα έπρεπε να αντιμετωπίσει το θρησκευτικό ζήτημα, δηλαδή ποια στάση έπρεπε να κρατήσει απέναντι στην επικρατούσα θρησκεία, τον Καθολικισμό. Η Καθολική πίστη ήταν παραδοσιακό στοιχείο των εθνικών συντηρητικών ομάδων στην Ιταλία τα οποία επιθυμούσαν την επανάκτηση από την Αγία Έδρα της προηγούμενης πολιτικής της εξουσίας και την ανεξαρτητοποίηση του Παπισμού από το Ιταλικό κράτος. Το PNF, σε αντίθεση με άλλα εθνικιστικά κινήματα, εξέφρασε έναν σκληρό αντικληρικαλισμό και κριτική προς την Εκκλησία, την οποία κατηγόρησε ως διεφθαρμένη και υπέρμετρα γραφειοκρατική. Ο ίδιος ο Μουσολίνι δεν μπορεί με τίποτα να θεωρηθεί πιστός Χριστιανός. Γιος  αθεϊστή σοσιαλιστή , είχε από νωρίς διαποτιστεί με το μένος απέναντι στην Εκκλησία και την ισχυρή ροπή του προς την αθεΐα, στην οποία αναμφιβόλως συνέβαλε η ανατροφή την οποία έλαβε από τον πατέρα του. Αντιθέτως η μητέρα του ήταν πιστή και αφοσιωμένη καθολική και παρευρισκόταν σχεδόν κάθε Κυριακή στη Θεία Λειτουργία, μαζί με τα παιδιά της, αφού ο σύζυγος της δεν την συνόδευε ποτέ εκεί. Όταν ο Μουσολίνι θα σταλεί σε ένα καθολικό οικοτροφείο, θα περιγράψει την εμπειρία του  αυτή αργότερα ως «τιμωρία» και θα παρομοιάσει το θρησκευτικό σχολείο με την Κόλαση.[2] Ως νεαρός θα αυτοπροσδιορισθεί ως «αθεϊστής»  και αρκετές φορές θα «προκαλέσει» τον Θεό να τον κεραυνοβολήσει επειδή Τον προσβάλλει τόσο ανοιχτά. [3] Γι`αυτόν η επιστήμη είχε αποδείξει την ανυπαρξία του Θεού ενώ ο Ιησούς, ως ιστορικό πρόσωπο, ήταν «αδαής» και «παλαβός» . Η θρησκεία ήταν μία «ασθένεια της ψυχής» που έπρεπε να θεραπευτεί και ο Χριστιανισμός ήταν καταδικαστέος διότι, κατά την άποψη του, προήγαγε την παραίτηση από τη ζωή και τη δειλία. [4]  Όσον αφορά το ίδιο το φασιστικό κίνημα, αυτό υπήρξε αυστηρά ουδετερόθρησκο, δεχόμενο στις τάξεις του κάθε Ιταλό οποιουδήποτε θρησκεύματος δίχως διακρίσεις. Θεωρητικά παρέμεινε αντί-κληρικό και αντί-καθολικό, δεχόμενο ωστόσο Καθολικούς ως μέλη του, αφού αυτοί ορκίζονταν πίστη στις αρχές του Φασισμού. Γενικά πάντως το PNF ενθάρρυνε τα μέλη του να απέχουν από την ενεργό συμμετοχή στη λατρεία της Εκκλησίας. Όμως μετά την άνοδο του Μουσολίνι στην εξουσία, η στάση απέναντι στον Χριστιανισμό και τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία άλλαξε σημαντικά. Το πρώτο βήμα προς τη «συμφιλίωση» Εκκλησίας και Φασισμού, ήταν η βάπτιση των τριών παιδιών του το 1924 και ακολούθως η τέλεση χριστιανικού γάμου με την σύζυγο του Ρακέλε, με την οποία είχαν τελέσει πολιτική τελετή δέκα χρόνια νωρίτερα. Οι σχέσεις με τον Παπισμό παρέμειναν τεταμένες έως τις 11 Φεβρουαρίου 1929, όταν υπογράφηκε το κονκορδάτο μεταξύ της Καθολικής Εκκλησίας και του Ιταλικού Φασιστικού Κράτους. [5] Με τη «Συνθήκη του Λατερανού», όπως ονομάστηκε η συμφωνία, η Παποσύνη αναγνώρισε το νόμιμο του Ιταλικού κράτους και το κράτος αναγνώρισε την ανεξαρτησία του Βατικανού από την Ιταλική επικράτεια.



[2] Denis Mack Smith, Mussolini; A biography (1982),  σελ. 2–3.
[3] Στο ίδιο σελ. 8.
[4] Ένθ. άνωτ. σ. 8.
[5] Ένθ. άνωτ. σ. 162-163.

Συνθήκη του Λατερανού:Vittorio Emanuele III, papa Pio XI ,Benito Mussolini



 Ο Καθολικισμός ονομάστηκε επίσημη θρησκεία της Ιταλίας για πρώτη φορά μετά την Ιταλική Ενοποίηση. Ο Μουσσολίνι ενέτεινε τις αντικομμουνιστικές  ρητορικές για την προσέλκυση των Καθολικών στο Φασιστικό κίνημα. Πρέπει να σημειώσουμε ότι μέσα στο PNF, ή μάλλον στο περιθώριο του, υπήρχε μία μειοψηφική ομάδα, βαθιά αντιχριστιανική, με τάση προς έναν μυστικιστικού τύπου αναγεννημένο παγανισμό, με επιρροές από τις θρησκείες της Ανατολής. Βασικός θεωρητικός αυτής της παράταξης ήταν ο φιλόσοφος Ιούλιος Έβολα. Η σχέση λοιπόν μεταξύ Φασισμού και Καθολικής Εκκλησίας υπήρξε αμφίπλευρη, άλλοτε συγκρουσιακή και άλλοτε συνεργατική. Ο Φασισμός δεν έλαβε ποτέ συγκεκριμένη θέση επί θρησκευτικών ζητημάτων, παραμένοντας αυστηρά ουδέτερος στο θέμα της πίστεως. Ο αρχηγός του Μουσολίνι ήταν μάλλον άθεος και με πολύ δυσκολία μπορεί να θεωρηθεί ειλικρινής και πιστός Χριστιανός. Τέλος ας πούμε ότι μέλη του κινήματος, μέχρι και το 1938 τουλάχιστον, υπήρξαν και πολλοί Εβραίοι, πράγμα που δείχνει την ανεκτικότητα του PNF απέναντι στα μέλη του. Αυτό σημαίνει ότι μέλος του κόμματος μπορούσε να γίνει ο οποιοσδήποτε (καθολικός ή άθεος) αρκεί να δεχόταν τις βασικές πολιτικές και ιδεολογικές αρχές του Φασισμού.


Εθνικοσοσιαλισμός  και Χριστιανική θρησκεία στο Γ’ Ράιχ

Σε αντίθεση με την Ιταλία, όπου υπήρχε θρησκευτική ομοιογένεια του πληθυσμού , η Γερμανία βρισκόταν εδώ και 4 αιώνες ουσιαστικά σε θρησκευτικό διχασμό. Η πλειονότητα στο βορρά είχαν ακολουθήσει το δόγμα του Λουθηρανισμού,[6] ενώ ο νότος είχε παραμείνει πιστός στην Ρωμαιοκαθολική πίστη και την Παπική εξουσία. Οι σχέσεις βορρά και νότου ήταν πάντα τεταμένες εξαιτίας αυτής της θρησκευτικής διαφοράς. Το συντηρητικό εθνικιστικό κίνημα της Γερμανίας θεωρούσε τον Λουθηρανισμό ως την εθνική θρησκεία των Γερμανών και επιζητούσε την καθιέρωση του ως κρατικό δόγμα. Ως αντίδραση οι


[6] Το θρησκευτικό δόγμα του οποίου ιδρυτής υπήρξε ο Γερμανός  θεολόγος  Μαρτίνος Λούθηρος και το οποίο ουσιαστικά υπήρξε το πρώτο ρεύμα μίας ευρύτερης ομάδας Ομολογιών που ονομάστηκαν συνολικά «Προτεσταντισμός». 


καθολικοί δημιούργησαν το δικό τους πολιτικό κίνημα, το κόμμα «Καθολικό Κέντρο» (Zentrum) το οποίο εξέφραζε παραδοσιακά τα συμφέροντα του κυρίως καθολικού νότου. Απέναντι σε αυτήν την κατάσταση οι εθνικοσοσιαλιστές κράτησαν αρχικά διφορούμενη στάση. Στο NSDAP υπήρχαν αρκετοί  προτεστάντες αλλά και καθολικοί, οι οποίοι όμως ήταν μειονότητα. Πολλά σημαίνοντα στελέχη του Εθνικοσοσιαλιστικού Κινήματος ήταν δεδηλωμένοι ενάντια στην Εκκλησία και τον Χριστιανισμό. Από τους πιο σκληροπυρηνικούς αντικληρικαλιστές ήταν ο Ιωσήφ Γκέμπελς, Υπουργός Προπαγάνδας του Ράιχ, [7]  καθώς και ο τεχνοκράτης και , αργότερα προσωπικός Γραμματέας του Χίτλερ, Μάρτιν Μπόρμαν ο οποίος διακήρυξε ότι «Ο Χριστιανισμός και ο Εθνικοσοσιαλισμός είναι ασύμβατα πράγματα»[8] και επίσης ότι «Όταν εμείς οι Εθνικοσοσιαλιστές μιλάμε για την πίστη στον Θεό, δεν την εννοούμε, όπως οι αφελείς χριστιανοί και οι πνευματικοί εκμεταλλευτές τους, ως μία ανθρωπόμορφη οντότητα που κάθεται κάπου στο Σύμπαν. Τη δύναμη, από την οποία διέπεται ο φυσικός νόμος, η οποία κινεί όλους αυτούς τους πλανήτες στο Σύμπαν, αυτή αποκαλούμε παντοδυναμία ή Θεό». [9] Υπήρχε επίσης μία σημαντική μειονότητα, εκφραζόμενη κυρίως από τα SS και τον θεωρητικό του Κόμματος , Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ, η οποία διατυμπάνιζε την ανάγκη επιστροφής στην προχριστιανική γερμανική λατρεία, ώστε να επέλθει η «Εθνική Αναγέννηση» στον τομέα της θρησκείας. Ο Ρόζενμπεργκ έλεγε ότι ο μόνος τρόπος να επιβιώσει ο Χριστιανισμός στην Γερμανία ήταν «να αποκηρύξει την Αγία Γραφή, να αφαιρέσει τους Εσταυρωμένους από τους ναούς μαζί με τις εικόνες του Χριστού και των Αγίων και πάνω στην Αγία Τράπεζα να μην υπάρχει τίποτα άλλο εκτός από το «ο Αγών μου» και ένα ξίφος στα αριστερά του». [10]





[7] «Υπάρχει μία άλυτη αντίθεση ανάμεσα στην Χριστιανική  και την ηρωϊκή Γερμανική θεώρηση του Κόσμου»  Ian Kershaw; Hitler a Biography; 2008 Edn; W.W. Norton & Co; London; σελ. 381–82.
[8] Conway, John S. (1997). The Nazi Persecution of the Churches, 1933-1945. Vancouver: Regent College Publishing σ. 383.
[9] Fest, Joachim (1999). The Face of the Third Reich. New York: Da Capo Press σ. 132-133.
[10] Shirer, William Lawrence (1990). "The Rise and Fall of the Third Reich: A History of Nazi Germany. New York: Simon and Schuster, σ. 240. Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνονται στο «Πρόγραμμα για την Εθνική Εκκλησία του Ράιχ», που δημιούργησε ο Ρόζενμπεργκ κατά την διάρκεια του πολέμου.


Πάπας Πίο και Αδόλφος Χίτλερ



Ο Αδόλφος Χίτλερ είχε μία ιδιαίτερη σχέση με τη θρησκεία και με τον Χριστιανισμό ειδικότερα. Γεννήθηκε το 1889 , στο Μπράουναου της Αυστρίας. Οι γονείς του ήταν καθολικοί, αν και ο πατέρας του ήταν σκεπτικιστής και εξέφραζε και αντικληρικαλικές απόψεις, ενώ η μητέρα του ήταν μια πιστή και θρησκευόμενη γυναίκα. Ο Χίτλερ βαπτίστηκε το ίδιο έτος που γεννήθηκε και έλαβε το Χρίσμα στις 22 Μαΐου 1904[11].  Αφότου έφυγε από το σπίτι του, πιθανολογείται ότι δεν παρευρέθηκε ποτέ ξανά στην Κυριακάτικη λειτουργία, ούτε μετείχε ξανά στα Μυστήρια. Μετά την ενηλικίωση του υπάρχουν λίγες αναφορές του στον Χριστιανισμό, αν και συχνά δήλωνε την πίστη του στον «Θεό Δημιουργό» ή στην «Θεία Πρόνοια». [12] Το 1921, στην έναρξη του επαναστατικού του αναβρασμού, και πλέον ηγέτης του NSDAP θα εισάγει στο κομματικό πρόγραμμα την έννοια του «θετικού Χριστιανισμού» δηλαδή του Χριστιανισμού που θα αναγνώριζε την προτεραιότητα της εθνικοσοσιαλιστικής ιδεολογίας. Δημοσίως μιλούσε υπέρ του Χριστιανισμού και δήλωνε υπερασπιστής της Χριστιανοσύνης, σε έναν λόγο του, ο οποίος εκφωνήθηκε στο Πασσάου στις 27 Οκτωβρίου 1928 δήλωσε «Δεν ανεχόμαστε κανέναν στις γραμμές μας, ο οποίος να επιτίθεται κατά των Χριστιανικών ιδεών…. Για την ακρίβεια το κίνημα μας είναι Χριστιανικό.[13]». Παρόλα αυτά όμως υπάρχουν πολλαπλές μαρτυρίες ότι στην πραγματικότητα ίσχυε το αντίθετο. Π.χ σε μία ιδιωτική συνομιλία είπε «Το μεγαλύτερο πλήγμα που δέχθηκε η ανθρωπότητα ήταν η έλευση του Χριστιανισμού. Ο Μπολσεβικισμός είναι το νόθο τέκνο του Χριστιανισμού. Το ψέμα στο θέμα της θρησκείας εισήχθηκε  στον κόσμο από τον Χριστιανισμό». [14] Μπορούμε να συμπεράνουμε λοιπόν ότι για τον Χίτλερ η θρησκεία υπήρξε ένα εργαλείο στα πλαίσια της πολιτικής, παρά κάτι προσωπικό αφού άλλωστε, σε αντίθεση με άλλους εθνικοσοσιαλιστές ηγέτες, δεν είχε



[11] Smith, Bradley (1967). Adolf Hitler: His Family, Childhood and Youth. Stanford: Hoover Institution Press, σ. 42.
[12] J.C. Fest. Hitler. (Γερμανική έκδοση), σ. 581.
13] Παρατίθεται στο Richard Steigmann-Gall (2003). Holy Reich: Nazi conceptions of Christianity, 1919–1945. Cambridge: Cambridge University Press, σ. 60-61.
[14] J.C. Fest. Hitler. (Γερμανική έκδοση), σ. 581.




ούτε ενδιαφέρον για το πνευματικό-υπερβατικό στοιχείο, ούτε ιδιαίτερες μεταφυσικές ανησυχίες.

Η Καθολική Εκκλησία υπήρξε ο θεσμός ο οποίος αντιπολιτεύθηκε περισσότερο το νέο καθεστώς, από κάθε άλλον. Για να εξισορροπηθούν οι σχέσεις, υπογράφηκε στις 20 Ιουλίου 1933, κονκορδάτο ανάλογο αυτού που είχε κάνει πριν κάποια χρόνια η φασιστική κυβέρνηση της Ιταλίας. Προτεσταντικοί κύκλοι, φιλικά διακείμενοι προς τον Εθνικοσοσιαλισμό, ίδρυσαν το 1930 τους «Γερμανούς Χριστιανούς» (Deutsche Christen), μία ομάδα που ουσιαστικά πρέσβευε μία εθνικοσοσιαλίζουσα εκδοχή του Λουθηρανισμού. [15] Βασικά στοιχεία της ήταν η προβολή της ιδέας ότι οι Γερμανοί αποτελούσαν τον «Άριο Λαό», τον οποίο είχε επιλέξει ο Θεός, και ως εκ τούτου έπρεπε να διατηρηθεί η φυλετική του καθαρότητα. Πάγιο αίτημα της ομάδας ήταν η «αποκάθαρση» του Χριστιανισμού από τα εβραϊκά στοιχεία, κυρίως την Παλαιά Διαθήκη, της οποίας αιτούνταν ο πλήρης εξοβελισμός. Το κίνημα αυτό είχε αρχικά την υποστήριξη κάποιων κομματικών κύκλων και ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές στις τάξεις των Προτεσταντών Εθνικοσοσιαλιστών. Όμως η σύγκρουση με τις άλλες προτεσταντικές ομάδες δημιούργησε κλίμα διχασμού και έτσι εν τέλει επενέβη το καθεστώς υπέρ των αντιπολιτευόμενων προτεσταντικών ομάδων, περιορίζοντας σημαντικά την επιρροή των «Γερμανών Χριστιανών».

Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι η σχέση μεταξύ Γ’ Ράιχ και Χριστιανισμού υπήρξε δύσκολη και αμφίδρομη. Το κράτος ουσιαστικά επεδίωξε την υποταγή της Εκκλησίας, που άλλωστε συμφωνούσε με τις αρχές της εθνικοσοσιαλιστικής ιδεολογίας, και τον περιορισμό της επιρροής του χριστιανικού πνεύματος και των ιδεών στον Γερμανικό πληθυσμό. Μέτρα όπως η απαγόρευση χριστιανικών αναφορών στην Χιτλερική Νεολαία και τα SS, η καθιέρωση εορτών παγανιστικού χαρακτήρα (όπως το Χειμερινό Ηλιοστάσιο) σε συνδυασμό με την καταδικαστική άποψη των περισσότερων μελών της ηγεσίας, μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς



[15] Barnes, Kenneth C. (1991). Nazism, Liberalism, & Christianity: Protestant social thought in Germany & Great Britain, 1925-1937. University Press of Kentucky. σ. 74.


επιδίωκε μακροπρόθεσμα την υποβάθμιση και ίσως την εξαφάνιση του Χριστιανισμού με «φυσικό τρόπο». [16]

Εθνικισμός και Χριστιανισμός στην μεσοπολεμική Ισπανία

Η Ισπανία ήταν μία ευρωπαϊκή χώρα με καθαρά καθολικό πληθυσμό. Η (Προτεσταντική) Μεταρρύθμιση δεν τελεσφόρησε ποτέ εκεί, λόγω και της Ισπανικής Ιεράς Εξέτασης, η οποία καταδίωκε όσους θεωρούσε αιρετικούς και εχθρούς της Ρώμης. Η Ισπανία ήταν βασίλειο από τις 29 Δεκεμβρίου 1874, το οποίο εγκαθιδρύθηκε με στρατιωτικό πραξικόπημα το οποίο ανέτρεψε την Πρώτη Ισπανική Δημοκρατία. Το πολίτευμα ήταν η συνταγματική μοναρχία, στην οποία το Κοινοβούλιο είχε σημαντικές νομοθετικές αρμοδιότητες. Στις 13 Σεπτεμβρίου 1923 εκδηλώθηκε νέο στρατιωτικό κίνημα υπό την ηγεσία του Μιγκέλ Πρίμο δε Ριβέρα, πατέρα του ιδρυτή της Φάλαγγας Χοσέ Αντόνιο Πρίμο δε Ριβέρα, ο οποίος με την υποστήριξη του βασιλέως Αλφόνσο 13ου και του στρατού εγκαθίδρυσε στρατιωτικό καθεστώς το οποίο διατήρησε μέχρι τον θάνατο του στις 16 Μαρτίου 1930.[17] 

Μετά τον θάνατο του δε Ριβέρα ο βασιλεύς Αλφόνσο διόρισε τον στρατηγό Δαμάσο Μπερένγκερ, έναν αντίπαλο του δε Ριβέρα, στη θέση του πρωθυπουργού. Τελικά διενεργήθηκε δημοψήφισμα στο οποίο κέρδισαν οι υποστηρικτές της αβασιλεύτου και ο βασιλεύς Αλφόνσο εγκατέλειψε τη χώρα στις 14 Απριλίου 1931. Στις 29 Οκτωβρίου 1933 ο μεγαλύτερος γιός του στρατηγού Μιγκέλ δε Ριβέρα, Χοσέ Αντόνιο, θα ιδρύσει το επαναστατικό εθνικιστικό κόμμα της «Φάλαγγας». Γεννημένος στη Μαδρίτη στις 24 Απριλίου 1903, ο Χοσέ Αντόνιο είχε σπουδάσει νομική στο Πανεπιστήμιο της Μαδρίτης, από το οποίο έλαβε μεταπτυχιακό και διδακτορικό τίτλο το 1923. Η μητέρα του πέθανε όταν εκείνος ήταν πέντε ετών και ουσιαστικά τον μεγάλωσε η θεία του, αδελφή του πατέρα του. Ο Χοσέ Αντόνιο είχε πολύ καλή σχέση με την θρησκεία, ανατρεφόμενος με καθολικές αρχές από την πολύ θρησκευόμενη θεία του έγινε ένας πιστός και ένθερμος καθολικός, όχι φανατικός ή θρησκόληπτος όμως. Ως χαρακτήρας ήταν, σε αντίθεση με



[16] Κωτούλας, Ιωάννης (2005). Η Άνοδος του ΓΡάιχ. Αθήνα «Περισκόπιο», σ. 129.
[17] Julián Casanova. The Spanish Republic and Civil War (Cambridge University Press, 2010) σ. 10.



άλλους φασίστες ηγέτες, ιδιαίτερα πράος και ευγενής και μπορούσε να συζητήσει με τον κάθε ένα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν μπορούσε να θυμώσει όταν οι καταστάσεις το επέβαλλαν. Ως πολιτικό του πρότυπο είχε τον Μπενίτο Μουσολίνι, με τον οποίο όμως διαφωνούσε ριζικά στο θέμα της πίστεως. Η Φάλαγγα είχε έναν καθαρά καθολικό χαρακτήρα, αν και αρχικά είχε αντικληρικαλικές τάσεις λόγω της επιρροής της από τον Φασισμό, και θεωρούσε τον Καθολικισμό την εθνική θρησκεία της Ισπανίας. Στο μέλλον που υποσχόταν η Φάλαγγα, η Καθολική Εκκλησία θα ήταν ο πνευματικός στυλοβάτης του Ισπανικού Έθνους. Ο Χοσέ Αντόνιο συνδύασε τις δύο φιλοσοφίες, τον Εθνικισμό και τον Χριστιανισμό, με άψογο τρόπο πράγμα που αποδεικνύεται από την μεγάλη προσέλευση μελών στη Φάλαγγα . Tο έμβλημα του κινήματος ήταν ο Ζυγός και τα Βέλη , σύμβολο των καθολικών βασιλέων της Ισπανίας. Για τους Φαλαγγίτες, σε αντίθεση με τους Γερμανούς εθνικοσοσιαλιστές, η αναγέννηση του Έθνους δεν θα είναι μία βιολογική αναβάθμιση, βασισμένη σε μέτρα Ευγονικής, αλλά μία αναγέννηση που θα βασίζεται στην αναβάπτιση του Έθνους στις αρχές της Καθολικής πίστεως. [18] 

Τα μέλη της Φάλαγγας μετείχαν στη θεία λατρεία της Εκκλησίας και γενικά προσπαθούσαν να τηρούν τους κανόνες της χριστιανικής ηθικής. Αυτή η «μεταφυσική του Εθνικισμού» , σύμφωνα με τον ευφυή όρο του θρησκειολόγου  Κωνσταντίνου Τσοπάνη, ενέπνευσε τα μέλη του κινήματος μετατρέποντας τα σε μαχητές της «Ισπανικής Ιδέας», χωρίς να λογαριάζουν τη δική τους τύχη. Οι συγκρούσεις των παραστρατιωτικών ομάδων των Φαλαγγιτών με τις αντίστοιχες ομάδες της Αριστεράς ήταν πολλές, συχνά βίαιες, ενώ σκληρές αντιπαραθέσεις έγιναν και στο κοινοβούλιο μεταξύ του Χοσέ Αντόνιο δε Ριβέρα και βουλευτών της κυβερνήσεως. Η πίστη του Χοσέ Αντόνιο στον Χριστιανισμό ήταν ειλικρινής, όπως τεκμηριώνεται από όλα τα κείμενα που έχουν διασωθεί και δεν είχε σχέση με την αντίστοιχη στάση του Χίτλερ ή του Μουσολίνι. Το ριζοσπαστικό εθνικιστικό κίνημα της Ισπανίας, ο Φαλαγγισμός όπως ονομάσθηκε, υπήρξε αρκετά παραδοσιοκρατικός εν σχέσει με τον Ιταλικό Φασισμό και τον Γερμανικό Εθνικοσοσιαλισμό  και στόχευε στην εξύψωση της



[18] Roger Griffin (ed). Fascism. Oxford, England, UK; New York, New York, USA: Oxford University Press, 1995. σ. 191.


Εκκλησίας (παρόλο που αναγνώριζε ότι το κράτος ήταν ανώτερο της και αυτό είχε τον κυρίαρχο ρόλο στα εθνικά πεπραγμένα) και την ενδυνάμωση του καθολικού αισθήματος του Ισπανικού πληθυσμού.

Jose Antonio Primo de Rivera



Η θέση της θρησκείας στον Ρουμανικό Εθνικισμό

Η Ρουμανία είναι μια από τις λίγες μη Σλαβικές χώρες της χερσονήσου του Αίμου. Ο εκχριστιανισμός του πληθυσμού άρχισε πιθανότατα από το 271 μ.Χ και είχε ολοκληρωθεί μέχρι τον πρώιμο Μεσαίωνα. Η Ρουμανία ανήκε στους νικητές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, στο πλευρό της Αντάντ. Ο εθνικισμός των Ρουμάνων ήταν πολύ ισχυρός και είχε αναπτυχθεί από τα τέλη του 19ου αιώνος ενώ ο αντιεβραϊσμός ήταν μια πολύ μεγάλη δύναμη στη χώρα, πολύ μεγαλύτερη από ότι λ.χ. στη Γερμανία. Λόγω των εντάσεων στα σύνορα και των κοινωνικών αναταραχών που επικρατούσαν, αναπτύχθηκαν πολλά  εθνικιστικά κινήματα που σκοπό είχαν τη «σωτηρία της Ρουμανίας». Το μεγαλύτερο και πλέον σημαντικό ήταν η Ένωση της« Εθνικής Χριστιανικής Άμυνας» (LANC), ιδρυτής της οποίας ήταν ο καθηγητής Αλέξανδρος Κούζα το 1923. Μέσα από την LANC αναδύθηκε το πρόσωπο που έμελλε να γίνει η ηγετική φυσιογνωμία του ριζοσπαστικού εθνικισμού στην Ρουμανία, ο Κορνήλιος Ζέλεα Κοντρεάνου. Γεννήθηκε το 1899 στο Χους της Ρουμανίας, γιός της Ελισάβετ και του Ίωνος Ζέλεα Κοντρεάνου, ο πατέρας του ήταν δάσκαλος και ασχολούνταν με την πολιτική, ταγμένος πάντα στο χώρο της ριζοσπαστικής Δεξιάς. Οι γονείς του ήταν αμφότεροι ένθερμοι εθνικιστές και αφοσιωμένοι ορθόδοξοι χριστιανοί. Ο νεαρός Κορνήλιος μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον οπού ίσχυαν αυστηροί θρησκευτικοί κανόνες, πράγμα που καθόρισε και την σχέση του με τη θρησκεία στο μέλλον. Ήταν από τα ιδρυτικά μέλη της LANC, αλλά αργότερα απογοητεύθηκε διότι δεν εισακούστηκε η προτροπή του για ριζοσπαστικοποίηση του κινήματος, κατά τα πρότυπα του Γερμανικού NSDAP, κι έτσι αποχώρησε από αυτό το 1927. Το 1924, μαζί με συντρόφους του, δολοφόνησε τον αρχηγό της αστυνομίας του Ιασίου, με αποτέλεσμα να συλληφθεί αλλά τελικά αθωώθηκε στην δίκη που ακολούθησε. Το 1927 μαζί με 15 ακόμα συναγωνιστές του, ίδρυσε την «Λεγεώνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ», την οποία ονόμασε έτσι προς τιμήν του Αγίου. [19] 

Η ιδεολογία της Λεγεώνας ήταν ένα μείγμα ριζοσπαστικού εθνικισμού με κοινοτικές και σοσιαλιστικές τάσεις, προσηλωμένη ταυτόχρονα στην πίστη της Ρουμανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.[20] Κατά τον Αμερικανό ιστορικό Στάνλεϋ Πέιν σκοπός της ήταν η «αναγέννηση της Ρουμανίας και η διάσωση της ψυχής όλων των Ρουμάνων, ζωντανών ή νεκρών.»[21] Η Λεγεώνα είχε τον πιο ιδιόμορφο χαρακτήρα από όλα τα ριζοσπαστικά εθνικιστικά κινήματα του Μεσοπολέμου. Διέθετε έναν βαθύ μυστικιστικό χαρακτήρα, προσανατολισμένο στο ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα, το οποίο θεωρούνταν το κλειδί της Αναγέννησης της Ρουμανίας. Ο Κοντρεάνου πίστευε ότι ο πόλεμος αυτού και των συντρόφων του ήταν πρωτίστως πνευματικός, ενάντια στις δυνάμεις του σκότους, που βύθιζαν την Ρουμανία στη διαφθορά. Εχθροί του κινήματος ήταν οι διεφθαρμένοι ηγέτες του πολιτικού συστήματος και οι Εβραίοι. Οι τελευταίοι συνιστούσαν τον αρχιεχθρό, την προσωποποίηση του απόλυτου κακού.

 Για την Λεγεώνα ο «νέος άνθρωπος» δεν θα ήταν προϊόν κάποιας εκλεκτής βιολογικής παραγωγής, όπως ήταν για τους Γερμανούς εθνικοσοσιαλιστές, αλλά ο άνθρωπος που θα είχε αναγεννηθεί μέσα από τον εξαγνισμό της σκέψης του και έτσι θα έφερνε το έθνος πιο κοντά στο Θεό. Η αυτοθυσία ήταν το υπέρτατο ιδανικό του Λεγεωνάριου, ο θάνατος του ως αποτέλεσμα του αγώνα για την επίτευξη των στόχων του κινήματος, ήταν η μεγαλύτερη τιμή που υπήρχε για αυτόν. Η Λεγεώνα λοιπόν, διέφερε πολύ από τα υπόλοιπα κινήματα της εποχής, ενώ είχε κάποιους πολιτικούς στόχους, όπως όλα τα εθνικιστικά κινήματα άλλωστε, οι τελικοί σκοποί του ήταν υπερβατικής και μεταφυσικής υφής, «Η πνευματική ανάσταση! Η ανάσταση των εθνών στο όνομα του Ιησού Χριστού» όπως το έθετε ο Κοντρεάνου. [22] Ο Λεγεωνάριος έπρεπε να συγχωρήσει τους



[19] Σύμφωνα με την αναφορά του ιδίου του Κοντρεάνου, κατά τη διάρκεια της κράτησης του στη φυλακή, είδε ένα όραμα στο οποίο του παρουσιάσθηκε ο Αρχάγγελος Μιχαήλ. Για περισσότερα βλ. Zeev Barbu, "Romania: The Iron Guard", in Aristotle A. Kallis (ed.), The Fascism Reader, Routledge, London, 2003,  σ. 197.
[20] Barbara Jelavich, History of the Balkans, Cambridge University Press, Cambridge, 1983, σ. 205.
[21] Stanley G. PayneΗ Ιστορία του Φασισμού 1914-1945, Φιλίστωρ (Αθήνα 2000) , σ. 204.
[22] Corneliu Z. Codreanu,  Eiserne Garde (Βερολίνο 1939), σ. 399.

προσωπικούς εχθρούς του, αλλά όχι τους εχθρούς της Πατρώας Γης, των οποίων η καταστροφή θεωρούνταν αναγκαία. Στο κίνημα της Λεγεώνας, Εθνικισμός και Χριστιανισμός συνετέθησαν και η ορθόδοξη πίστη αποτέλεσε το στίγμα της Λεγεώνας του Αρχαγγέλου Μιχαήλ.








Γενικά Συμπεράσματα

Στις προηγούμενες σελίδες δόθηκε μία σύντομη περιγραφή και μία συνοπτική ανάλυση της σχέσεως τεσσάρων ριζοσπαστικών εθνικιστικών κινημάτων του Μεσοπολέμου με την θρησκεία, συγκεκριμένα με τον Χριστιανισμό. Βεβαίως υπήρξαν πολλά κινήματα και ομάδες ακόμα, σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, των οποίων όμως η στάση απέναντι στη Χριστιανική θρησκεία μπορεί να ενταχθεί στα πλαίσια ενός από τα παραπάνω κινήματα. Όπως εύκολα δύναται κάποιος να καταλάβει, δεν υπήρξε καμία ενιαία στάση των ριζοσπαστικών εθνικιστικών ομάδων προς το Χριστιανισμό. Ο Ιταλικός Φασισμός υπήρξε κατ’ ουσίαν άθρησκος και  παρέμεινε ιδεολογικά ουδέτερος απέναντι στη χριστιανική πίστη ενώ η πολιτική του στάση ποίκιλε αναλόγως τις περιστάσεις. Ο Γερμανικός Εθνικοσοσιαλισμός υπήρξε κι αυτός άθρησκος αλλά με ένα έντονο μυστικιστικό πνεύμα (το οποίο είναι ανύπαρκτο στον Φασισμό) και αντιχριστιανικές παγανιστικές τάσεις στο εσωτερικό του.[23] 

Η Ισπανική Φάλαγγα, αρκετά παραδοσιακή, υπήρξε προσκολλημένη στο Καθολικό δόγμα το οποίο ήταν, για αυτήν, η εθνική θρησκεία των Ισπανών και έδωσε μία μεταφυσική διάσταση στο πολιτικό της εγχείρημα. Παρόμοια στάση, αλλά με πολύ μεγαλύτερη ένταση και πάθος, κράτησε η Ρουμάνικη Λεγεώνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ η οποία υιοθέτησε την Ρουμανική Ορθοδοξία ως βασικό στοιχείο της ιδεολογίας της και καλλιέργησε πνευματικούς και υπερβατικούς στόχους. Μπορούμε λοιπόν να συμπεράνουμε με ασφάλεια, ότι η στάση των ριζοσπαστικών εθνικιστικών κινημάτων απέναντι στον Χριστιανισμό καθορίσθηκε από τις φιλοσοφικές και πνευματικές ρίζες κάθε κινήματος, τις κοινωνικές και πολιτιστικές συνθήκες κάθε λαού αλλά και από τις προσωπικές πεποιθήσεις του εκάστοτε πολιτικού ηγέτη. Όλα αυτά μαζί καθόρισαν την σχέση εθνικισμού και θρησκείας κατά τον Μεσοπόλεμο.


[23] Κατά τον Στάνλεϋ Πέιν ο εθνικοσοσιαλισμός μπορεί άνετα να οριστεί ως ένα παγανιστικό κίνημα.



 Πηγές-Βιβλιογραφία


Ελληνόγλωσση και μεταφρασμένη
Κωτούλας Ιωάννης, «Η Άνοδος του Γ’ Ράιχ», Αθήνα 2005.
Λαναράς Κωνσταντίνος, «Εθνικοσοσιαλισμός», Αθήνα 2004.
Τσοπάνης Κωνσταντίνος, «Ο Εθνικισμός στον Μεσοπόλεμο», Αθήνα 2007.
Τσοπάνης Κωνσταντίνος, «Μουσσολίνι», Αθήνα 2008.
Έβανς Ρίτσαρντ,  «Το Γ’ Ράιχ στην Εξουσία», Αθήνα 2014.
Πέιν Στάνλεϋ, «Η Ιστορία του Φασισμού», Αθήνα 2000.

Ξενόγλωσση
Barnes, Kenneth C.  , Nazism, Liberalism, & Christianity: Protestant social thought in Germany & Great Britain, 1925-1937, Kentucky 1991.
Casanova, Julián, The Spanish Republic and Civil War, Cambridge 2010.
Conway, John S., Nazi Persecution of the Churches, 1933-1945, Vancouver 1968.
Fest, Joachim, The Face of the Third Reich, New York 1999.
Fest, Joachim, Hitler, Hamburg 1973.
Griffin, Roger (επιμ.), Fascism, Oxford 1995.
Kallis, Aristotle A. (επιμ.), The Fascism Reader, London 2003.
Kershaw, Ian , Hitler :A Biography, London 2008.
Shirer, William , The Rise and Fall of the Third Reich, New York 1990.

Smith, Denis Mack , Mussolini : A Biography, 1982.
Steigmann-Gall, Richard, The Holy Reich :Nazi Conceptions of Christianity, Cambridge 2003.



Νίκος Αθανασίου, κοινωνικός ανθρωπολόγος-ιστορικός

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η περίφημη ρήση του Γεννάδιου Σχολάριου. Άλλη μια μεγάλη απάτη των νεοπαγανιστών λωποδυτών κατά της Ελληνορθοδοξίας

Κιναιδισμός και ψυχοπνευματικά προβλήματα

Ποιοι άνοιξαν τα σύνορα της Ελλάδος;