Εθνικοσοσιαλισμός και μουσική. Η μουσική παράδοση του Γ`Ράιχ

O Γερμανός συνθέτης Richard Wagner (1813-1883)

Η μουσική παράδοση του Γ’ Ράιχ

Ο Συγχρονισμός της Μουσικής
Μία διάσταση της πολιτιστικής πολιτικής της Εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας η οποία δεν έχει μελετηθεί επαρκώς, είναι αυτή της μουσικής. Πράγματι ενώ άλλοι τομείς της πολιτιστικής πολιτικής όπως ο κινηματογράφος, η αρχιτεκτονική, η γλυπτική, έχουν μελετηθεί αρκετά και υπάρχουν αρκετές αξιόλογες μελέτες, ιδίως κατά τις τελευταίες δεκαετίες, η προσοχή που έχει δοθεί στη μουσική είναι πολύ μικρή. Κι όμως αποτελεί μία σημαντική πτυχή της πολιτικής του Γ’ Ράιχ, αφού μέσα από τη μουσική εκφράζονταν οι εθνικοσοσιαλιστικές αξίες και ιδέες, όπως συνέβαινε και με άλλες τέχνες λ.χ. τη γλυπτική.

Ας ξεκινήσουμε λοιπόν την έρευνα αυτή σε αυτήν την μη γνωστή πλην ενδιαφέρουσα πλευρά του πολιτισμού στην Εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία.
Για τους Εθνικοσοσιαλιστές η μουσική δεν ήταν αυτοσκοπός, δεν υπήρχε δηλαδή μόνο για τον εαυτό της αλλά, όπως και τόσα άλλα πράγματα, για την εξυπηρέτηση του Λαού και την ανάδειξη των εθνικών αξιών. Ήταν όμως δύσκολο για τους εθνικοσοσιαλιστές να αποφασίσουν ποια μουσική ήταν η κατάλληλη για να θεωρηθεί «εθνική». Ο Αδόλφος Χίτλερ λάτρευε την Γερμανική κλασσική παράδοση και ήταν , θα μπορούσαμε να πούμε, φανατικός με τις συνθέσεις ενός συγκεκριμένου συνθέτη, του Ριχάρδου Βάγκνερ. Οι περισσότεροι εθνικοσοσιαλιστές ηγέτες συμφώνησαν τελικά ότι η μουσική που εξέφραζε καλύτερα τις εθνικοσοσιαλιστικές αξίες και ταίριαζε στον «Άριο» χαρακτήρα του Γερμανικού Έθνους ήταν η Γερμανική Ρομαντική παράδοση με τους κυριότερους εκφραστές της (Μπετόβεν, Βάγκνερ, Λίστ κλπ.). 

Δεν συνερίζονταν όμως όλοι οι εθνικοσοσιαλιστές το πάθος του Χίτλερ για τη μουσική του Βάγκνερ, ο Γκαίμπελς π.χ. θεωρούσε αυτό το πάθος μία έκφραση της εκκεντρικής προσωπικότητας του Ηγέτη. Πάντως υπήρξε γενική συμφωνία ότι η πλέον κατάλληλη μουσική για προώθηση ήταν η Κλασσική και δη η Γερμανική Ρομαντική. Αυτό όμως είχε και τα όρια του, όσον αφορά τους συνθέτες που ήταν προτιμότεροι από άλλους . Κριτήριο για να θεωρηθεί ένας συνθέτης άξιος για προώθηση δεν ήταν τόσο η ποιότητα του έργου του όσο η φυλετική καταγωγή του. Οι Εβραίοι ή εβραϊκής καταγωγής καλλιτέχνες θεωρούνταν ξένοι και «παράσιτα» που «μόλυναν» με την παρουσία και δράση τους το γνήσιο Γερμανικό καλλιτεχνικό χώρο. Έτσι, μετά την κατάληψη της εξουσίας το Ιανουάριο του 1933, έλαβαν χώρα μαζικές εκκαθαρίσεις για να «καθαρισθεί» η Γερμανική κλασσική μουσική από το εβραϊκό στοιχείο. Στις εκκαθαρίσεις δεν συμπεριλαμβάνονταν μόνο συνθέτες αλλά και διευθυντές ορχήστρας και απλοί οργανοπαίκτες, έπρεπε να εξαφανισθεί εντελώς η εβραϊκή επιρροή από τη μουσική σε οποιαδήποτε μορφή και αν υπήρχε. Οι Εθνικοσοσιαλιστές θεωρούσαν ότι οι Εβραίοι δεν μπορούσαν να κατανοήσουν το νόημα και το βάθος της ευρωπαϊκής  μουσικής και γιαυτό όσοι ασχολούνταν με αυτήν απλά την διέφθειραν και συντελούσαν στην παρακμή της. Έτσι έργα μεγάλων συνθετών, όπως το «Όνειρο θερινής νυκτός» του Μέντελσον, απορρίφθηκαν και απαγορεύθηκε η δημόσια εκτέλεση τους από ορχήστρες, λόγου της εβραϊκής καταγωγής του συνθέτη τους. Η προσπάθεια καθαρμού της μουσικής εντάχθηκε στα γενικότερα πλαίσια της «Ευθυγράμμισης» των θεσμών με το νέο εθνικοσοσιαλιστικό κράτος. Χωρίς αμφιβολία η μαζική εκκαθάριση των Εβραίων από τη μουσική, αλλά και τις Τέχνες γενικά, αποτελεί το μεγάλο κατόρθωμα της Πολιτιστικής Επανάστασης των Εθνικοσοσιαλιστών.



Πέρα από την Κλασσική μουσική, στην οποία άλλωστε δεν είχε πρόσβαση όλος ο λαός λόγω του «ευγενούς» χαρακτήρος της, το μόνο άλλο είδος  μουσικής που αντιμετωπίσθηκε θετικά ήταν η παραδοσιακή Γερμανική (folk) μουσική. Η παραδοσιακή μουσική ήταν το υψηλότερο είδος μουσικής, μόνο η κλασσική την υπερέβαινε σε αξία, διότι θεωρούνταν , όπως και ήταν, «Μουσική του Λαού». Οι εθνικοσοσιαλιστές έβλεπαν στην παραδοσιακή μουσική τον πυρήνα της Φυλετικής Ψυχής, αυτή η μουσική ήταν από τις πλέον αυθεντικές διότι προέρχονταν μέσα από την ψυχή του Λαού και εξέφραζε τα εθνικά ιδανικά και αξίες. Πρωτίστως οι αγρότες, των οποίων η ύπαρξη είναι καίριο σημείο της εθνικοσοσιαλιστικής ιδεολογίας, ήσαν οι εκφραστές αυτού του «Εθνικού Πνεύματος», και οι κατεξοχήν προωθητές της παραδοσιακής μουσικής. Η folk Γερμανική μουσική γνώρισε νέα άνθιση υπό το Γ’ Ράιχ και υπήρξε αναπόσπαστο κομμάτι της δημιουργίας του εθνικοσοσιαλιστικού πολιτισμού. Η προσπάθεια της προπαγάνδας να εμφυσήσει το μήνυμα της αναγέννησης της εθνικής μουσικής υπήρξε ιδιαίτερα επιτυχής, κυρίως προς τη νεολαία. Έτσι, παραδοσιακή και κλασσική παράδοση αποτέλεσαν τη βάση της «Εθνικής Αναγέννησης» στον τομέα της μουσικής.

«Εκφυλισμένη Μουσική»

Αφού είδαμε ποια είδη μουσικής έγιναν δεκτά και κρίθηκε θετική η προώθηση τους, ας δούμε τώρα και την «άλλη πλευρά», τα είδη μουσικής των οποίων όχι μόνο η διάδοση αλλά και η ύπαρξη θεωρούνταν απειλή για την υγεία της Λαϊκής Κοινότητος. Στο «στόχαστρο» των Εθνικοσοσιαλιστών βρέθηκαν κυρίως κάποια είδη μουσικής που είχαν εισαχθεί στην Γερμανία από το εξωτερικό κατά τις αρχές του αιώνος. Κυρίως μορφές «λαϊκής μουσικής» όπως η Τζαζ και τα υποείδη της (Σουίνγκ, Αβάντ-Γκράντε, Μπίμποπ) και η Μπλουζ , υπέστησαν διωγμό από το νέο καθεστώς. Η Τζαζ είχε την προέλευση της στους Νέγρους του Νότου, οι οποίοι συνδύασαν στοιχεία της Μπλουζ με τις παραδοσιακές μουσικές της Αφρικής. Το γεγονός ότι επινοητές αυτής της μουσικής ήταν Νέγροι αρκούσε για να απορριφθεί εκ των προτέρων, συγκεκριμένα θεωρούνταν μουσική μιγάδων και εκφυλισμένων που χρησίμευε για τον αποπροσανατολισμό του Γερμανού πολίτη από τα εθνικά ιδανικά. Ακόμα μερικές φορές υποστηρίχτηκε ότι Εβραίοι κρύβονταν πίσω από την διάδοση της Τζαζ, στα πλαίσια της ευρύτερης «συνωμοσίας» τους για την διάβρωση των Ευρωπαϊκών Εθνών. Ανάλογη αντιμετώπιση είχε και η Μπλουζ, μουσική που επίσης επινοήθηκε από Νέγρους της Αμερικής και άρα ήταν, κατά την εθνικοσοσιαλιστική αντίληψη, παρακμιακή. Ένα είδος Τζαζ, η Σουίνγκ, ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές στους νέους κατά την περίοδο της Δημοκρατίας. Οι Εθνικοσοσιαλιστές πίστευαν ότι η Σουίνγκ διαφθείρει την νεολαία, περνώντας ανατρεπτικά και χυδαία, σεξουαλικού τύπου, υπονοούμενα ως πρότυπα και έτσι συνιστούσε απειλή για την «Λαϊκή Κοινότητα». Πάρθηκαν αρκετά μέτρα και κατά της Σουίνγκ, ωστόσο μερικές φορές διάφορες μπάντες έπαιζαν τέτοιου είδους μελωδίες, οι οποίες έδιναν ένα αίσθημα χαλάρωσης και παρηγοριάς στους στρατιώτες κατά τη διάρκεια του πολέμου (το διάσημο άσμα «Lilly Marlene » που τόσο είναι γνωστό εδώ στην Ελλάδα, λόγω της Κατοχής, είναι ένα τέτοιο παράδειγμα). Έτσι, παρότι έγινε μεγάλη προσπάθεια να ξεριζωθούν από τη Γερμανική ψυχή τέτοια είδη μουσικής, δεν συνέβη ολοκληρωτική εξαφάνιση τους, μία οικογένεια π.χ. μπορούσε στο σπίτι να βάζει ένα δίσκο Τζαζ χωρίς να ανησυχεί ενώ ακόμα και κάποια διάσημα κέντρα παρέμειναν σε λειτουργία και δεν απειλήθηκαν ιδιαίτερα.

 Κατά τη διάρκεια της πρώιμης εθνικοσοσιαλιστικής εποχής επιχειρήθηκε η δημιουργία μίας «Έκθεσης Εκφυλισμένης Μουσικής», κατά τα πρότυπα της «Έκθεσης Εκφυλισμένης Τέχνης», η οποία θα περιόδευε σε όλη την επικράτεια παρουσιάζοντας όσα είδη είπαμε παραπάνω,  όμως,  εν αντιθέσει με την αντίστοιχη Έκθεση για την Τέχνη δεν είχε μεγάλη επιτυχία και σύντομα το εγχείρημα εγκαταλείφθηκε. Συνοψίζοντας μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι οι Εθνικοσοσιαλιστές απεχθάνονταν οποιοδήποτε είδος μουσικής δεν είχε εθνική, ή έστω ευρωπαϊκή, προέλευση και εκθείαζαν συγκεκριμένες μορφές μουσικής ενώ όλες οι εξωευρωπαϊκές και κατά συνέπεια, «αντιγερμανικές» μορφές καταδικάζονταν χωρίς δεύτερη σκέψη.

Συμπέρασμα
Για τους Εθνικοσοσιαλιστές η μουσική υπήρχε για να υπηρετεί το έθνος, τη φυλή. Όφειλε να είναι εναρμονισμένη με την Εθνικοσοσιαλιστική ιδεολογία και βιοθεωρία και να εκφράζει τα ιδανικά της αυτοθυσίας, της τάξης και του ηρωισμού που διαπότιζε την Εθνικοσοσιαλιστική θεωρία. Όσες μορφές και είδη δεν ανταποκρίνονταν σε αυτές τις απαιτήσεις  απορρίπτονταν ως ακατάλληλες και διαβρωτικές για το Λαό. Ιδιαίτερη σημασία δόθηκε στην Γερμανική Μουσική Παράδοση (λαϊκή και συμφωνική) η οποία θεωρούνταν η γνησιότερη έκφραση της Γερμανικής, δηλαδή της Εθνικής, ιδιοσυγκρασίας και ψυχοσύνθεσης. Όσα είδη είχαν μη ευρωπαϊκή προέλευση θεωρήθηκαν επιβλαβή για τη Νέα Γερμανία, ως ξένα στοιχεία που διέφθειραν την Λαϊκή Ψυχή. Το Γ’ Ράιχ με αυτές τις πολιτικές, πέρα από τους προπαγανδιστικούς στόχους, συνέβαλλε στην πραγματική καλλιτεχνική αναδημιουργία στο χώρο της μουσικής της Γερμανίας αφού μαζί του πήρε κορυφαίους συνθέτες (Ρίχαρντ Στράους, Καρλ Όρφ) τους οποίους ενίσχυσε με ισχυρή χρηματοδότηση, για να πραγματοποιήσουν την Πολιτιστική Επανάσταση στο χώρο της Μουσικής και, παρόλο που κάποιες φορές υπήρξαν προστριβές, όχι για πολιτικούς ή ιδεολογικούς λόγους, ωστόσο αυτό δεν επηρέασε την πορεία τους. Η πολιτική στον τομέα της μουσικής διενεργήθηκε  μέσα στα πλαίσια της γενικότερης πολιτικής στον χώρο του πολιτισμού και υπήρξε εξίσου σημαντική όπως και η πολιτική σε άλλους πολιτισμικούς τομείς. 

Νίκος Αθανασίου, κοινωνικός ανθρωπολόγος-ιστορικός

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η περίφημη ρήση του Γεννάδιου Σχολάριου. Άλλη μια μεγάλη απάτη των νεοπαγανιστών λωποδυτών κατά της Ελληνορθοδοξίας

Ποιοι άνοιξαν τα σύνορα της Ελλάδος;

Κιναιδισμός και ψυχοπνευματικά προβλήματα